- παπισμός
- Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και είναι η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της Γης.
Κατά την περίοδο πριν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αν και η Εκκλησία εμφανιζόταν υπό τη μορφή ομοσπονδίας κοινοτήτων, η «εξέχουσα» θέση της Εκκλησίας της Ρώμης και του επίσκοπού της, διαδόχου του Πέτρου, υποτίθεται ότι προέκυπτε από επιστολές άλλων επισκόπων προς αυτόν (όπως ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας, που ονομάζει την Εκκλησία της Ρώμης Προκαθημένην της αγάπης) και από αποφάσεις που έγιναν δεκτές από όλες τις Εκκλησίες (όπως η σχετική με την ημερομηνία του Πάσχα, την καταδίκη αιρετικών κλπ.). Η εξέχουσα όμως αυτή θέση δεν είχε την έννοια που της έδωσε αργότερα ο π., γιατί αρκετοί πατέρες της Εκκλησίας (όπως π.χ. ο Κυπριανός Καρχηδόνιος) περιορίζονταν να αναγνωρίσουν στον επίσκοπο Ρώμης ένα απλό τιμητικό πρωτείο εξαιτίας της αρχαιότητας της Εκκλησίας της Ρώμης. Ξεκινώντας από αυτά, ο επίσκοπος της Ρώμης (ιδιαίτερα ο Βίκτωρ, το 189, ο οποίος καθιέρωσε τη χρήση της λατινικής στα έγγραφα) άρχισε να διεκδικεί την άσκηση εξουσίας σε όλες τις Εκκλησίες, με σκοπό να ελέγχει τη συμμόρφωσή τους προς τη γνήσια πίστη, να επιβλέπει την τήρηση της παράδοσης και να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών και των μελών τους. Την εξουσία αυτή την ασκούσε επεμβαίνοντας στην εσωτερική ζωή των διαφόρων Εκκλησιών, απειλώντας με κυρώσεις και αποκλείοντας με αφορισμό από την κοινότητα της χριστιανικής Εκκλησίας εκείνους που απειθούσαν.
Αρχικά το πρωτείο αυτό τιμής είχε γίνει δεκτό όχι μόνο από τις Εκκλησίες της Δύσης και της Αφρικής, αλλά και της Ανατολής, ιδίως στις θεολογικές διενέξεις του 4ου και 5ου αι.: ο Ιερός Αυγουστίνος μάλιστα είχε διατυπώσει τη φράση: «Όπου είναι ο Πέτρος, εκεί είναι και η Εκκλησία»· έμμεσα το υποδηλώνει και η περίφημη φράση «Η Ρώμη ωμίλησεν· η υπόθεσις ετερματίσθη», η οποία ειπώθηκε με την ευκαιρία της πελαγιανής διένεξης. Από τότε άρχισε να γίνεται συχνότερη χρήση του τίτλου Vicarius Christi. Ο πάπας Λέων ο Μέγας (440-461) ερμηνεύει την έννοια του όρου, λέγοντας ότι ο ποντίφηκας είναι διάδοχος του Πέτρου, ενώ οι επίσκοποι είναι συγκληρονόμοι (consortes) και συμπάρεδροι της έδρας του Πέτρου· με αυτή την έννοια, η Εκκλησία διοικείται από τον Πέτρο και όλοι οφείλουν να προστρέχουν στον πάπα ως αλάθητο διδάσκαλο· όποιος θα τολμούσε να απομακρυνθεί από την πέτρα του Πέτρου θα βρισκόταν έξω από την πίστη και κατά συνέπεια έξω από τη σωτηρία· ο πάπας υποστήριζε ακόμα ότι είναι φύλακας του ποιμνίου, διεκδικώντας έτσι για τον εαυτό του τη φροντίδα ολόκληρης της Εκκλησίας και την άσκηση εξουσίας σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Η εξουσία αυτή ενισχύθηκε από την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κρίση όχι μόνο θρησκευτικοηθική, αλλά και πολιτικοοργανωτική, τόσο στη Ρώμη όσο και σε ολόκληρη τη Δύση, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση της εξάρτησης των παπών από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Έτσι διαμορφώθηκε το άλλο ιδιότυπο στοιχείο του π., δηλαδή η δικαιοδοσία του πάπα να κρίνει όλες τις υποθέσεις σε ολόκληρη την Εκκλησία, γεγονός που ήταν η λογική συνέπεια της αρχής περί του πρωτείου του Πέτρου. Και ο Γελάσιος A’ (492-496), στη θεωρία του περί των δύο εξουσιών που δόθηκαν από το Θεό για να κυβερνούν τον κόσμο, ισχυρίστηκε ότι η παπική auctoritas (αυθεντία) ήταν μεγαλύτερη από τη βασιλική potestas (εξουσία), γιατί η πρώτη απέβλεπε στην καθοδήγηση και στη σωτηρία των ψυχών όλων των πιστών και, κατά συνέπεια, μπορούσε να εξουσιάζει και τους βασιλιάδες.
Εξάλλου η εξουσία του π., ιδίως σε εποχή που τη διαχειρίζονταν εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Μέγας Γρηγόριος (590-604), καθώς και η άριστα οργανωμένη παπική αυλή, κάλυπταν ως ένα σημείο το πολιτικοδιοικητικό κενό, που είχε προκύψει από τη διάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· αυτό ευνόησε την επιβολή του πρωτείου του πάπα στις επιμέρους Εκκλησίες, όχι βέβαια χωρίς αντίσταση και αμφισβήτηση, ιδιαίτερα από την Ανατολική Εκκλησία, αντίσταση που κατέληξε σε σχίσμα το 867 (την εποχή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου), το οποίο έγινε οριστικό το 1054. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε η τυπική ίδρυση του παπικού κοσμικού κράτους επί άλλοτε βυζαντινών εδαφών, που παραχωρήθηκαν στον πάπα από τον Λογγοβάρδο βασιλιά Λιουτπράνδο (728) και ύστερα από τους Φράγκους βασιλιάδες (8ος αι.). Μέχρι τον 11o αι., η εκλογή του πάπα γινόταν από τον κλήρο και τον λαό της Ρώμης, με τη συμμετοχή των επισκόπων των γειτονικών εδρών. Συχνές όμως ήταν κατά τις εκλογές αυτές οι απροκάλυπτες επεμβάσεις των Βυζαντινών αυτοκρατόρων αρχικά και των Φράγκων βασιλιάδων, αργότερα· με την προστασία των τελευταίων, οι πάπες κατόρθωσαν πολλές φορές να μένουν ανεξάρτητοι από την υψηλή κυριαρχία του αυτοκράτορα της Ανατολής και από τις φατρίες των Ρωμαίων ευγενών, που συνδέονταν με φεουδαρχικούς οίκους.
Η παπική αυλή (κουρία) στο μεταξύ είχε αναπτυχθεί σ’ ένα πλήθος διοικητικών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση κατείχε η καγκελαρία, που με το τυπικό της και με τις διακηρύξεις της περί αυθεντικότητας των παπικών πράξεων κατόρθωσε να διατηρήσει το κύρος του π. ακόμα κι όταν οι φορείς του ήταν πρόσωπα ανάξια. Το κολέγιο των καρδιναλίων (που απαρτιζόταν από επτά επισκόπους των περιχώρων της Ρώμης, 25 ιερείς που ήταν προϊστάμενοι των κυριότερων εκκλησιών και 7 διακόνους) δεν είχε ακόμα εξειδικευμένες αρμοδιότητες· στο αξίωμα αυτό πάντως είχαν ήδη κληθεί και μη Ρωμαίοι, γιατί τα καθήκοντά τους αφορούσαν περισσότερο τα γενικά συμφέροντα του καθολικισμού παρά εκείνα των τοπικών Εκκλησιών. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα και το κίνημα των Κλουνιακών, που απαιτούσαν όχι μόνο αυστηρότερη ηθική ζωή, αλλά και ανεξαρτησία από την επιρροή των λαϊκών, επηρέασε και τον π. και είχε ως αποτέλεσμα (επί Νικολάου B’, 1059) μια μεταρρύθμιση στη διαδικασία εκλογής του πάπα. Το εκλογικό δικαίωμα είχαν τώρα αποκλειστικά οι καρδινάλιοι επίσκοποι, ενώ στους λαϊκούς και στον κατώτερο κλήρο αφηνόταν μόνο η συναίνεση και η επευφημία εκείνου που είχαν εγκρίνει οι καρδινάλιοι, οι ιερείς και οι διάκονοι. Ο Γρηγόριος Z’ (1073-85), που είχε αρχίσει αμείλικτο αγώνα κατά του διορισμού των επισκόπων από τους ηγεμόνες και κατά της σιμωνίας, της παλλακείας και της κοσμικότητας του κλήρου, επέβαλε με τον πιο δυναμικό τρόπο την παπική εξουσία σε όλες τις Εκκλησίες και σε όλα τα βασίλεια της Δύσης, συγκεντρώνοντας όλες τις εκκλησιαστικές εξουσίες στον π. και διατυπώνοτας και θεωρητικά τις απόψεις του σε κανόνες της Εκκλησίας. Τις αντιλήψεις αυτές ακολούθησε η ιεροκρατία του Ιννοκέντιου Γ’ (1198-216) σε μια περίοδο κρίσης της αυτοκρατορίας (ανηλικότητα του Φρειδερίκου Β’). Ο αντιπρόσωπος του Χριστού είχε την αξίωση να ασκεί όχι μόνο την πνευματική, αλλά και την πολιτική εξουσία.
Έτσι η ρωμαϊκή κουρία διεύρυνε την οργάνωσή της για να αντιμετωπίσει τα νέα αυτά κοσμικά καθήκοντα· η Αποστολική Οικονομική Υπηρεσία είχε δικαίωμα να επιβάλλει δασμούς και φόρους, τακτικούς και έκτακτους, να ενεργεί δημεύσεις, να εισπράττει ετήσιες προσόδους και να ελέγχει τα υποτελή βασίλεια· η καγκελαρία έστελνε βούλες και βρέβια εξ ονόματος του πάπα και παρείχε αφέσεις και προνόμια· η Ιερή Ρότα (το ανώτατο καθολικό δικαστήριο) έκρινε εφέσεις από όλα τα μέρη του κόσμου. Και όλα αυτά με συνεχώς εντεινόμενο ρυθμό, που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα χρόνια του Βονιφάτιου H’ (1294-1303). Αλλά η συγκέντρωση όλων των εξουσιών, όχι μόνο του δάσκαλου και του κριτή, αλλά και του νομοθέτη και του διαχειριστή της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πρόσωπο του πάπα, συγκέντρωση που επιβεβαιώνεται αρκετά αλαζονικά με την παπική βούλα Unam Sanctam (1302), αποκάλυψε τα αδύνατα σημεία του θεσμού της, γιατί προκάλεσε την αντίδραση των νέων παραγόντων που εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο· της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που διεκδικούσε την παπική έδρα, και ακόμα περισσότερο των νέων εθνικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν να υποτάξουν τον π. στα συμφέροντά τους. Κάτω από τις πιέσεις αυτές ο πάπας αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα του στην Αβινιόν (1309-77), όχι μόνο γιατί αυτό ήταν αξίωση της Γαλλίας, αλλά και εξαιτίας κυρίως του λεγόμενου σχίσματος της Δύσης (1378-1417), οπότε δύο και τρεις πάπες ανταγωνίζονταν για την τελική επικράτηση. Σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη εποχή διατυπώθηκε η συμβιβαστική λύση της δημιουργίας ενός θεσμού ανώτερου από τον ίδιο τον πάπα, της συνόδου, στην οποία θα προσέφευγαν στο εξής βασιλιάδες και θεολόγοι δυσαρεστημένοι από τις παπικές αποφάσεις. Άλλες, πιο ριζοσπαστικές αμφισβητήσεις του πρωτείου του πάπα διαγράφονταν στην Αγγλία (με τον Ουίκλιφ) και στη Βοημία (με τον Χους). Από τότε, η παπική εξουσία, αν και αποκαταστάθηκε αργότερα (1417) η ενότητά της, δεν διάθετε πια το ηθικό γόητρο και τη δικαιοδοσία των χρόνων του Iννοκέντιου Γ’. Αναγκάστηκε να παραχωρήσει στους ηγεμόνες (με κονκορδάτα) δικαιώματα συμμετοχής και διορισμού δικών τους εκπροσώπων στην είσπραξη των εκκλησιαστικών εισοδημάτων, κι επίσης να παραιτηθεί από το δικαίωμα εκδίκασης εφέσεων· ήταν ακόμα αναγκασμένη από τη μια μεριά ν’ αντιμετωπίζει την αντίδραση της συνόδου, που προκάλεσε νέο σχίσμα (1439-49), και από την άλλη τους περιορισμούς που προσπαθούσε να επιβάλει στον πάπα το κολέγιο των καρδιναλίων με τις εκλογικές διομολογήσεις.
Ωστόσο, ο παπικός συγκεντρωτισμός ξανάγινε πιο επίμονος με τις νέες οικονομικές εξελίξεις. Υπέρ του π. εκδηλώθηκαν επίσκοποι και θεολόγοι, και έτσι στη σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) επικυρώθηκε ως δόγμα το ότι: «ο Ρωμαίος ποντίφηξ έχει το πρωτείον εφ’ όλης της υδρογείου... ότι εις αυτόν εν τω προσώπω του Πέτρου παρεχωρήθη από τον Ιησούν Χριστόν η πλήρης εξουσία να ποιμαίνη την Εκκλησίαν εν τω συνόλω της, να την καθοδηγή και να την κυβερνά». Μια νέα αμφισβήτηση του πρωτείου του π., ευρύτερη και βαθύτερη, σημειώθηκε τον 16o αι. με τους μεταρρυθμιστές (Λούθηρο, Ζβίγγλιο, Καλβίνο, αναβαπτιστές), που τον χαρακτήρισαν μάλιστα ως τον Αντίχριστο της Καινής Διαθήκης, αποσπώντας από τη δικαιοδοσία του τους λαούς και τους ηγεμόνες της μισής Ευρώπης. Στην καταγγελία αυτή, ο π. απάντησε με την Αντιμεταρρύθμιση –μια εσωτερική δηλαδή μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας που είχε αρχίσει από τον 15o αι.– συγκαλώντας, αν και αρχικά με απροθυμία, τη σύνοδο του Τριδέντου (1545-63), η οποία, εκτός από την καταδίκη των αιρετικών νεωτερισμών και την εξάλειψη των καταχρήσεων, ισχυροποίησε το παπικό σύστημα με νέες μεταρρυθμίσεις στην κουρία, με τη δημιουργία πολιτικοθρησκευτικών υπηρεσιών, όπως οι νούντσιοι, διατυπώνοντας και πάλι την αξίωση να έχει ο πάπας την απόλυτη δικαιοδοσία στους θεσμούς και στα πρόσωπα της Εκκλησίας, αντί των ηγεμόνων. Αλλά ο π. δεν κατόρθωσε να καταπνίξει τις επίμονες αντιδράσεις προς τον συγκεντρωτισμό του, οι οποίες προέρχονταν από τον παλαιογαλλικανισμό, που τώρα βρισκόταν σε στενή σχέση στη Γαλλία και στην Ιταλία με τις επιδιώξεις του ιανσενισμού, και στη Γερμανία με τον φεβρωνιανισμό. Η αφύπνιση των καθολικών δυνάμεων, που είχαν ταπεινωθεί και εκδιωχθεί από τη Γαλλική επανάσταση και από τη ναπολεόντεια απολυταρχία, συνέβαλε αποφασιστικά τον 19o αι. στην αναστήλωση του γοήτρου και της αυθεντίας του πάπα. Και οι επίσκοποι ακόμα της Γαλλίας και της Γερμανίας αναγνώρισαν τότε στον π. το κέντρο και το στήριγμά τους και βοήθησαν στην A’ Σύνοδο του Βατικανού (1869-70), αν και όχι χωρίς αντιδράσεις, στην επίσημη διακήρυξη, υπό μορφήν δογμάτων, του ανεξάρτητου της διδασκαλίας του πάπα από τις συνόδους, και τη συναίνεση της Εκκλησίας και του αλάθητου του πάπα όταν ομιλεί ex cathedra, δηλαδή «όταν, υπό την ιδιότητα του ποιμένα και δάσκαλου όλων των χριστιανών, καθορίζει μια διδασκαλία που αφορά την πίστη και τα ήθη με βάση τη θεία υπόσχεση που δόθηκε στον Πέτρο» (Ματθ. Ιστ’ 19). Ύστερα από την αναγνώριση αυτή, ο π. προχώρησε στην αναδιοργάνωση της κουρίας, στην κωδικοποίηση του κανονικού δικαίου, στη συμμετοχή με νέους τρόπους και νέες δυνάμεις στα κοινωνικά ζητήματα, που είχαν θεωρηθεί επισήμως ξένα και αντικείμενα προς την Εκκλησία.
Διάφοροι όμως θεολόγοι και επίσκοποι, κι αυτός ακόμα ο πάπας Πίος Θ’, έδωσαν μια ευρύτερη ερμηνεία στον π. και στους ρωμαϊκούς θεσμούς του, αναγνωρίζοντας τις ιδιαίτερες συνήθειες των Ανατολικών Εκκλησιών, τις αξιώσεις ποιμαντορικής αυτονομίας των επισκόπων, τη χρήση της τοπικής γλώσσας και των ιδιαίτερων λειτουργικών συνηθειών στους λαούς της Ασίας και της Αφρικής, που είχαν προσηλυτιστεί κατά τα νεότερα χρόνια και είχαν δική τους ιθαγενή ιεραρχία. Όλα αυτά έφτασαν στο αποκορύφωμά τους τελευταία με τη σύγκληση της B’ Συνόδου του Βατικανού από τον Ιωάννη ΚΓ’ (1958-63), και ιδιαίτερα με το σχέδιο διαμόρφωσης των εκκλησιαστικών πραγμάτων που υποβλήθηκε στη Σύνοδο. Και ο πάπας Παύλος ΣΤ’, που διαδέχθηκε τον Ιωάννη Κ’, με βάση τις αποφάσεις της Συνόδου αυτής, εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις στη ρωμαϊκή κουρία, που είναι φανερό πως είχαν σκοπό να ανταποκριθούν στις προσπάθειες ένωσης των Εκκλησιών με ένα νέο οικουμενικό πνεύμα (οικουμενισμός) και, με την πιθανότητα αποκατάστασης της χριστιανικής ενότητας να γίνουν σεβαστές οι ιδιοτυπίες διάρθρωσης κάθε Εκκλησίας και οι θετικές θρησκευτικές αξίες που καθεμία από αυτές υποστηρίζει.
πάπα εκλογή. Η εκλογή του πάπα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πάπα Πίου Ι’, που έχουν ενσωματωθεί στο κανονικό δίκαιο της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Όλοι οι καρδινάλιοι πρέπει να προσηλωθούν στον τόπο της εκλογής, εκτός αν καλύπτονται νομικά.
Ο εκλογικός σύλλογος (κονκλάβιο) των καρδιναλίων αρχίζει τις εργασίες του την ενδέκατη ημέρα από τον θάνατο του πάπα. Κάθε καρδινάλιος δικαιούται να συνοδεύεται από έναν ή δύο κληρικούς ή και λαϊκούς για να τον εξυπηρετούν. Οι βοηθοί αυτοί ορκίζονται ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψουν τίποτα απ’ όσα θα ακούσουν, ωσότου ο νέος πάπας τούς απαλλάξει από την υποχρέωση της εχεμύθειας. Όσοι μετέχουν στον εκλογικό σύλλογο επιτηρούνται αυστηρά για να μην επικοινωνούν με τους εκτός αυτού, ενώ επίσης ελέγχεται και η αλληλογραφία τους.
Δικαίωμα να εκλεγούν πάπες έχουν και άτομα που δεν μέλη του εκλογικού σύλλογου, αλλά όχι και οι αιρετικοί και όσοι έχουν αποκλειστεί από το επισκοπικό αξίωμα. Η εκλογή γίνεται με βάση την πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Στα νεότερα χρόνια έχουν γίνει τροποποιήσεις στο εκλογικό σύστημα. Ο εκλογικός σύλλογος συνέρχεται μετά δεκαπέντε ημέρες από τον θάνατο του πάπα, μπορεί και περισσότερες, όχι όμως πέρα από δεκαοχτώ. Οι καρδινάλιοι μπορούν να συνοδεύονται μόνο από ένα άτομο. Κάθε καρδινάλιος είναι υποχρεωμένος, σε επίσημη λειτουργία, να κοινωνήσει.
παπικά γράμματα. Ονομάζονται και παπικές διατάξεις. Τα παπικά γράμματα είτε είναι απλά είτε χαρακτηρίζονται ως εγκύκλιοι. Τα απλά γράφονται με εντολή του πάπα αλλά δεν τα υπογράφει στα χειρόγραφα. Τα παπικά γράμματα έχουν και διάφορους άλλους χαρακτηρισμούς, όπως βρέβια και αποστολικά γράμματα. Τα βρέβια, που λέγονται και βούλες, είναι τα συνηθέστερα γράμματα του είδους.
παπικοί μήνες. Στη συμφωνία που έγινε το 1418 στην Κωνστάντια, ανάμεσα στον πάπα Μαρτίνο E’ και στο γερμανικό κράτος, υπάρχει και διάταξη κατά την οποία ο πάπας δικαιούται να διορίζει εκείνους που θα ήθελε στα εκκλησιαστικά αξιώματα που έχουν κενωθεί σε περιττούς μήνες (Ιανουάριος, Μάρτιος, Μάιος, Ιούλιος, Σεπτέμβριος και Νοέμβριος), χωρίς εναντίωση εκείνων που είχαν αναλάβει τους διορισμούς αυτούς. Το δικαίωμα αυτό του πάπα το αμφισβήτησε η σύνοδος της Βασιλείας, αλλά το επικύρωσε εκείνη της Βιέννης (1448).
«Ο πάπας Σίλβεστρος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος», νωπογραφία του 13ου αιώνα. Οι αξιώσεις του παπισμού για εγκόσμια εξουσία στηρίζονταν κατά το Μεσαίωνα στη λεγόμενη «Κωνσταντίνου δωρεά», νόθο έγγραφο, που επί πολύ είχε θεωρηθεί αυθεντικό. (Ρώμη, εκκλησία Αγίων Τεσσάρων Εστεμμένων).
Ορκωμοσία αντρών της παπικής φρουράς στην πλατεία του Αγίου Δαμασκηνού στο Βατικανό.
Ορόσημο που καθόριζε τα σύνορα μεταξύ του παπικού κράτους και του Βασίλειου των Δύο Σικελιών, κοντά στην πόλη Τερατσίνα.
Η βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, που συμβολίζει όσο κανένα άλλο κτήμα τον παπισμό και τη μεγάλη επίδραση που ασκεί στους καθολικούς.
* * *ο1. ο ρωμαιοκαθολικισμός, το σύνολο τών σχετικών με την Δυτική Εκκλησία δογμάτων και μάλιστα το δόγμα ότι ο πάπας είναι ο μόνος αντιπρόσωπος τού Χριστού στη Γη και ότι μόνο αυτός είναι αλάθητος2. η Δυτική Εκκλησία3. η κοσμική εξουσία τού πάπα, το παπικό κράτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1785 στον Αθ. Πάριο].
Dictionary of Greek. 2013.